φεγγοβολή

φεγγοβολή
η , φεγγοβόλημα τό , φεγγοβολιά η сияние, сверкание, блеск

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φεγγοβολή" в других словарях:

  • φεγγοβολή — η, Ν φεγγοβολιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγοβολώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1881 στον Ελισαβέτιο Μαρτινέγκο] …   Dictionary of Greek

  • φεγγοβολή — η βλ. φεγγοβολιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστραπή — Ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο νέφη ή στο εσωτερικό ενός νέφους, αλλά και γενικά το σύνολο των φωτεινών φαινομένων που προκαλούνται από ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Η α. εμφανίζεται συνήθως στα νέφη κατακόρυφης… …   Dictionary of Greek

  • αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… …   Dictionary of Greek

  • καταυγασμός — ο (Α καταυγασμός) [καταυγάζω] άπλετος φωτισμός, φωταύγεια, λαμπρότητα φωτός, φεγγοβολή …   Dictionary of Greek

  • ραδιοσέλας — η, Ν (μετεωρ.) τοπικός ιοντισμός τής ατμόσφαιρας που προκαλεί τη διάδοση ραδιοηλεκτρικών κυμάτων και εκδηλώνεται όταν τα ενεργά σωματίδια, τα οποία προκαλούν το σέλας, καθιζάνουν στην ανώτερη ατμόσφαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρaδιο * + σέλας «φεγγοβολή,… …   Dictionary of Greek

  • σπινθηροβολία — η, Ν 1. εκπομπή σπινθήρων, σπιθοβόλημα 2. εκπομπή φωτεινών ακτίνων, φεγγοβολή 3. φρ. «σπινθηροβολία αστέρα» αστρον. το φαινόμενο τής ταχύτατης μεταβολής τού χρωματισμού και τής λαμπρότητας ενός αστέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθηροβόλος. Η λ.… …   Dictionary of Greek

  • σέλας πολικό — Φωτεινό φαινόμενο της ανώτερης ατμόσφαιρας, το οποίο εμφανίζεται ως φεγγοβολή, κυρίως στις περιοχές του βόρειου και νότιου Πόλου. Τα πολικά σέλα παρουσιάζονται πάντοτε με πολύ διαφορετικούς χρωματισμούς και σχήματα: άλλοτε έχουν έντονο και λαμπρό …   Dictionary of Greek

  • φεγγοβολιά — φεγγοβολιά, η και φεγγοβολιά, η και φεγγοβολή, η και φεγγοβόλημα, το ζωηρό φέγγος ή λάμψη, φωτοβολία, ακτινοβολία, μαρμαρυγή: Το φεγγοβόλημα του Αυγερινού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»